- πηγεσίμαλλος
- -ον, Α(για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- τού πήγνυμι*, με παρέκταση -εσι- κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ-μαλλος].
Dictionary of Greek. 2013.